Του δημοσιογράφου Χρήστου Ν. Κώνστα
Η Ελλάδα είναι μια οικονομία που αποτελεί παγκόσμιο παράδειγμα αντοχής, σε πρωτοφανείς συνθήκες ύφεσης εν καιρώ ειρήνης αλλά και βάσιμων προσδοκιών για μια εκρηκτική, ανοδική, επενδυτική πολυετή διαδρομή στο άμεσο μέλλον.
Αυτό που συνέβη στην ελληνική οικονομία τα τελευταία 7 χρόνια, από τις 2 Μαΐου 2010 μέχρι σήμερα, δεν έχει ξανασυμβεί ποτέ σε οικονομία χωρίς να έχει μεσολαβήσει πόλεμος.
Συνοπτικά, τα τελευταία 7 χρόνια, στην ελληνική οικονομία:
- επιβλήθηκαν βαριά φορολογικά μέτρα ύψους 70 δισ. ευρώ,
- χάθηκαν 66 δισ. από το ΑΕΠ,
- εξατμίστηκαν 120 δισ. από τις καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων,
- προστέθηκαν 800.000 νέοι άνεργοι, εκτοξεύοντας την ανεργία μέχρι το 27,5%.
Κι όμως σήμερα η Ελλάδα όχι μόνον παραμένει μέσα στον κατάλογο των 38 ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη αλλά ταυτόχρονα εκπέμπει σήματα ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης, συνεπούς καταναλωτικής συμπεριφοράς και συστηματικής προσέλκυσης επενδύσεων από το εξωτερικό.
Το πρώτο απίστευτο, θετικό μήνυμα ήρθε από την –συνήθως βαρετή σε τέτοιες περιόδους- ανάλυση των ισολογισμών των επιχειρήσεων που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο της Αθήνας.
Δεν είναι μία, ούτε δύο. Είναι δεκατρείς
Από τις 192 εισηγμένες επιχειρήσεις που δημοσίευσαν ισολογισμούς για το προηγούμενο έτος, για το 2016 που ήταν η 6η διαδοχική χρονιά της πιο βαθειάς κρίσης της ελληνικής οικονομίας, ξεχώρισαν 13 επιχειρηματικοί όμιλοι οι οποίοι εμφάνισαν όχι μόνον κερδοφορία αλλά ιστορικό υψηλό απόδοσης.
Οι συγκεκριμένες 13 εισηγμένες επιχειρήσεις εμφάνισαν την υψηλότερη κερδοφορία της ιστορίας τους, την χρονιά που θεωρητικά η υπόλοιπη οικονομία βούλιαζε μέσα στα χρέη και την ανυποληψία.
Προφανώς βοήθησαν οι εξαγωγές αλλά τέτοιο ιστορικό ρεκόρ κερδοφορίας δεν οφείλεται και δεν προέρχεται μόνο από την εξαγωγική διαδικασία. Εμπορικοί όμιλοι όπως η Jumbo, η ΚΡΙ-ΚΡΙ, η ασφαλιστική Ευρωπαϊκή Πίστη, τα Πλαστικά Θράκης, η Flexopack αλλά και η Motor Oil στηρίζουν την κερδοφορία τους κατά κύριο λόγο στην εσωτερική αγορά.
Ότι κι αν έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ακόμη και σήμερα είναι μια οικονομία των 177 δις Ευρώ που μπορεί να στηρίξει τον τζίρο και την κερδοφορία –παρά το φορολογικό καθεστώς ειδικών συνθηκών- του 8% των εισηγμένων στο ελληνικό χρηματιστήριο επιχειρήσεων. Το πρώτο μήνυμα λοιπόν είναι σαφές:
Η ελληνική αγορά είναι ζωντανή και προσφέρει σημαντικές ευκαιρίες.
Η σταδιακή έξοδος της χώρας στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων για την κάλυψη των χρηματοδοτικών της αναγκών, η διαφαινόμενη απεξάρτησή της από τα προγράμματα οικονομικής στήριξης των τελευταίων ετών σηματοδοτούν την είσοδό της ελληνικής οικονομίας σε έναν ενάρετο κύκλο προόδου και δυναμικής ανάπτυξης.
Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι αυτή η σχετικά μικρή οικονομία των 11 εκατομμυρίων καταναλωτών και των 177 δις Ευρώ ετήσιου πλούτου έδειξε εξαιρετική ανθεκτικότητα στις περιόδους εξάρσεων της αβεβαιότητας. Εμφάνισε οριακά αρνητική μεταβολή του ΑΕΠ (-0,2% σε ετήσια βάση) το 2015, παρά την επιβολή των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Κατά το 2016, ιδίως κατά το δεύτερο εξάμηνο, η οικονομία κατέγραψε μικρούς θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης καταγράφοντας:
- αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης,
- ενίσχυση της απασχόλησης,
- υποχώρηση της ανεργίας (η οποία ωστόσο παραμένει σε πολύ υψηλό επίπεδο) επιστροφή των τραπεζών στην πριν από φόρους κερδοφορία,
- καθώς και σταθεροποίηση και μικρή μείωση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Για το 2017, οι εκτιμήσεις των οικονομολόγων συμπίπτουν σε θετικό ρυθμό ανάπτυξης 1,5% έως 2% του ΑΕΠ.
Διαχρονικά, η όποια αύξηση του πλούτου στην Ελλάδα (στις ετήσιες μεταβολές του ΑΕΠ) οφείλεται στην ιδιωτική κατανάλωση. Οι Έλληνες καταναλωτές συνεισφέρουν κατά 39.9% το 2017 και αναμένεται να συνεισφέρουν από 59% έως 62% στο ΑΕΠ από το 2018 και έπειτα. Με απλά λόγια, η ιδιωτική κατανάλωση από 122,7 δις ευρώ το 2015 αναμένεται, βάσιμα και με στοιχεία, να φτάσει στα 153 δις το 2021.
Η κρατική κατανάλωση συνεισφέρει στο ελληνικό ΑΕΠ κατά 9,9% το 2017 και κατά 16% έως 19% για την περίοδο 2018-2021. Οι επενδύσεις συνεισφέρουν κατά 19.6% το 2017, 13.7% το 2018, 15.7% το 2019 και από 19% έως 20% το 2019 και το 2020. Τέλος, οι καθαρές εξαγωγές συνεισφέρουν κατά 30.7% στη μεγέθυνση του ΑΕΠ το 2017, ενώ για την περίοδο 2018-2021 συνεισφέρουν λιγότερο (περίπου 5% κάθε έτος).
Κρυμμένος πλούτος
Όσοι ξένοι επενδυτές αποφασίζουν να δραστηριοποιηθούν στην Ελλάδα, ξεκινούν πάντα αγοράζοντας ένα ακίνητο. Υπάρχουν αυθεντικές επενδυτικές ευκαιρίες, με καλής ποιότητας υποδομές, σ’ ένα καταπληκτικό κλίμα και περιβάλλον.
Ειδικά στα επαγγελματικά ακίνητα, τους τελευταίους μήνες παρατηρήθηκε σταθεροποίηση των τιμών και αυξημένο επενδυτικό ενδιαφέρον, ενώ η τουριστική δραστηριότητα έδειξε ισχυρό δυναμισμό, ο οποίος φαίνεται ότι θα συνεχιστεί με εντονότερους ρυθμούς και το 2017.
Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας έχει αποκατασταθεί σε σημαντικό βαθμό, το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών εμφανίζει πλέον ισορροπημένη εικόνα, ενώ όλο και μεγαλύτερο μέρος της παραγωγικής δραστηριότητας προσανατολίζεται σήμερα στην παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, με το σχετικό μέγεθος να έχει αυξηθεί κατά 24% σε όρους ονομαστικής αξίας παραγωγής και κατά περίπου 8% σε όρους απασχόλησης την περίοδο 2010-2015.
Οι τράπεζες
Στον τραπεζικό κλάδο υπάρχουν καλά και κακά νέα. Η αλήθεια είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες –μετά την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση που στηρίχθηκε κυρίως σε ξένα ιδιωτικά κεφάλαια- έχουν σήμερα την ισχυρότερη κεφαλαιακή βάση και διάρθρωση στην Ευρώπη αλλά στερούνται ρευστότητας αφού δεν έχει καταγραφεί ακόμη κύμα επαναπατρισμού καταθέσεων.
Με απλά λόγια, οι ελληνικές τράπεζες, είναι έμποροι χρήματος που είναι φερέγγυοι και αξιόπιστοι αλλά δεν έχουν εμπόρευμα δηλαδή καταθέσεις για να δουλέψουν και γι’ αυτό στηρίζονται ακόμη στη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Το μεγάλο πρόβλημα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, σήμερα μπορούν να αποτελέσουν το εφαλτήριο μιας σημαντικής απελευθέρωσης κεφαλαίων για παραγωγικές επενδύσεις.
- Σήμερα το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, εκτιμάται σε περίπου 107 δισεκ. Ευρώ.
- Το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε τρομακτικό ποσοστό 45% του συνόλου των δανείων.
Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια είχε διαμορφωθεί μια λανθασμένη αλλά ευρέως διαδεδομένη νοοτροπία και άποψη ότι θα υπάρξει κάποιου είδους «Σεισάχθεια», κάποιου είδους «χαριστική διαδικασία διευθέτησης τραπεζικών δανείων».
Όταν οι πολιτικοί που είναι υπεύθυνοι για την διάδοση αυτής της ψευδαίσθησης, ανέλαβαν υπουργικά καθήκοντα, η ελπίδα για «χάρισμα των οφειλών» μετατράπηκε σε εφιάλτη κατασχέσεων και επιβολής αναγκαστικών μεθόδων αποπληρωμής. Δεν χρειάζεται να είναι σπουδαίος οικονομολόγος κάποιος για να διαπιστώσει ότι ένα τόσο υψηλό επίπεδο επισφαλών δανείων αποτελεί τροχοπέδη, καθώς:
- μειώνει τα έσοδα των τραπεζών
- επιτείνει την ανάγκη σχηματισμού προβλέψεων,
- αυξάνει το κόστος δανεισμού και
- περιορίζει τη ρευστότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος
- με αποτέλεσμα να στερεί πολύτιμους πόρους από τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
Τα καλά νέα
Για πρώτη φορά, το πρόβλημα αντιμετωπίζεται συντονισμένα και με λιγότερους «κοινωνικούς μύθους», τόσο από την Τράπεζα της Ελλάδος όσο και από την Πολιτεία.
Ενισχύθηκε το εποπτικό και ρυθμιστικό πλαισίου, έχουν αρθεί τα θεσμικά και διοικητικά εμπόδια και κυρίως δημιουργήθηκε πλέον μια δευτερογενής αγορά διαχείρισης και απόκτησης δανείων.
Σήμερα, το πλαίσιο παρακολούθησης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που έχει θεσπίσει η Τράπεζα της Ελλάδος είναι το πλέον αναλυτικό στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ωθώντας τις τράπεζες να αναβαθμίσουν τα μηχανογραφικά συστήματα και τις διαδικασίες τους ώστε και οι ίδιες να παρακολουθούν και να διαχειρίζονται αποτελεσματικότερα τα εν λόγω ανοίγματα.
Αυτό με απλά λόγια σημαίνει ότι, εκτός από την αξιοποίηση των πόρων που θα προέλθουν από τη μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι τράπεζες μπορούν επίσης να συμβάλουν στην ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας.
Μπορούν πλέον να συνεισφέρουν τεχνογνωσία στην αναδιάρθρωση βιώσιμων επιχειρήσεων, με αλλαγές στη δομή, στον επιχειρησιακό σχεδιασμό και, όπου είναι αναγκαίο, στη διοίκηση των επιχειρήσεων, και επιπλέον να ενθαρρύνουν και να στηρίξουν έμπρακτα επενδύσεις σε καινοτόμες δραστηριότητες και στρατηγικούς κλάδους με εξαγωγικό προσανατολισμό, με βάση και το εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας.
Λιανεμπόριο
Παρά την πολύχρονη και πρωτοφανούς βιαιότητα οικονομική κρίση το λιανεμπόριο συνιστά έναν από τους πλέον δυναμικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας με αξιοζήλευτη συμμετοχή στο ΑΕΠ, της τάξης του 16% και συνεισφορά στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης σε ποσοστό περίπου 13%.
Αυτό που παρατηρούμε σήμερα στο ελληνικό λιανεμπόριο είναι μια εκ βάθρων ριζική αναδιάρθρωση του κλάδου με ανακατανομή μεριδίων αγοράς μεταξύ των επιχειρήσεων σε μια αγορά όμως που δεν παρουσιάζει πλέον τους εντυπωσιακούς ανοδικούς ρυθμούς του παρελθόντος και μετά από 7 χρόνια ύφεσης σήμερα καταγράφει στασιμότητα όχι όμως συρρίκνωση.
Τις παλιές καλές εποχές η συμμετοχή της ιδιωτικής κατανάλωσης στο ΑΕΠ υπερέβαινε το 40% και φυσικά σήμερα, η εισροή τουριστικού συναλλάγματος για εμπορικές συναλλαγές μπορεί να λειτουργήσει θετικά στον ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας.
Αλλαγή στρατηγικής
Η σημερινή κυβέρνηση της Ελλάδας αποτελεί ένα ιδιότυπο μείγμα αριστεράς και ακροδεξιάς πολιτικής συμμαχίας. Μετά από δύο χρόνια στην εξουσία είναι ωστόσο προφανής η προσαρμογή των κυβερνητικών στελεχών στα πραγματικά δεδομένα και τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας. Με την πίεση των «θεσμών» που εποπτεύουν και εξασφαλίζουν την ομαλή χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας, η κυβέρνηση δημιουργεί ένα νέο θεσμικό πλαίσιο προσέλκυσης ιδιωτικών επενδύσεων. Η κυβέρνηση της Ελλάδα έχει δεσμευτεί συμβατικά και εφαρμόζει με σαφές ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα μια σειρά από –πρωτοφανείς για την Ελλάδα- μεταρρυθμίσεις με στόχο:
· την απλούστευση των διαδικασιών αδειοδότησης επενδύσεων,
· τη μείωση των διοικητικών βαρών για τις επιχειρήσεις και τη διευκόλυνση του ανταγωνισμού,
· το άνοιγμα όσων επαγγελμάτων παραμένουν κλειστά και των δικτύων,
· τον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση της δημόσιας διοίκησης,
· την αναβάθμιση και επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και
· τη μείωση της φορολογίας φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων.
Για πρώτη φορά, κυβέρνηση και αντιπολίτευση στην Ελλάδα συμφωνούν και επιδιώκουν –παρά τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και τους βερμπαλισμούς- την συγκράτηση και την αναδιάρθρωση των μη παραγωγικών δαπανών του Κράτους και στην αποτελεσματική αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, που θα δημιουργήσει κίνητρα για την αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης, συμβάλλοντας στην αύξηση του δυνητικού προϊόντος.
Συμπέρασμα
Μετά από 7 χρόνια ύφεσης στην Ελλάδα, η βελτίωση των θεμελιωδών μακροοικονομικών μεγεθών δημιουργεί σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες. Η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας μπορεί να μετατρέψει αυτές τις νέες ευκαιρίες σε πραγματική οικονομική ανάκαμψη, νέες θέσεις εργασίας και κοινωνική ευημερία. Οι τράπεζες μπορούν τώρα πια να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο παρέχοντας χρηματοδότηση στις επιχειρήσεις, ώστε να καταστεί δυνατή αυτή η μετατροπή. Είναι εντυπωσιακό αυτό που έχει πετύχει η ελληνική οικονομία τα τελευταία 7 χρόνια.
Εφάρμοσε ένα σκληρό, βίαιο και τολμηρό πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής, εξαλείφοντας το δημοσιονομικό έλλειμμα και το έλλειμμα του εξωτερικού ισοζυγίου και βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα.
Μεταξύ 2009 και 2016, το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης συρρικνώθηκε κατά περίπου 14 (!!) ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Αυτό αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες δημοσιονομικές προσαρμογές που έχουν επιτευχθεί ποτέ στην παγκόσμια οικονομία. Δημοσιονομική προσαρμογή που είναι διπλάσια από αυτήν που πέτυχαν άλλα κράτη-μέλη που εφάρμοσαν προγράμματα διάσωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το ΔΝΤ. Η ελληνική οικονομία ωστόσο κρατήθηκε όρθια και εμφανίζει νέα δυναμική.
Όσον αφορά την προσαρμογή του εξωτερικού τομέα, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών επίσης βελτιώθηκε σημαντικά, κατά περίπου 15 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ σε σύγκριση με το 2008, και τα δύο τελευταία χρόνια είναι ουσιαστικά ισοσκελισμένο. Η ανταγωνιστικότητα αποκαταστάθηκε, αντανακλώντας την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στις αγορές εργασίας και προϊόντων.
Αποτέλεσμα όλων των ανωτέρω είναι η εξωστρέφεια. Η συμμετοχή των εξαγωγών στο ΑΕΠ αυξήθηκε από 19% το 2009 σε 30% το 2016, με κινητήρια δύναμη τις εξαγωγές αγαθών. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, οι εξαγωγές αγαθών της Ελλάδος έχουν αυξηθεί σε πραγματικούς όρους κατά 43% σε σχέση με το 2009, έναντι 42% για τη ζώνη του ευρώ και 47% για τη Γερμανία, που είναι η ατμομηχανή των εξαγωγών της Ευρώπης. Το τελικό συμπέρασμα είναι περίπου αυτονόητο: Η πολυτραυματισμένη ελληνική οικονομία συνεχίζει όρθια να τρέχει στον Μαραθώνιο της παγκοσμιοποίησης και προσφέρει μοναδικές ευκαιρίες για επενδύσεις που είναι σαφείς, πραγματικές και –κυρίως- προσοδοφόρες.